χυδαϊσμός

χυδαϊσμός
ο, Ν [χυδαΐζω]
1. χυδαίος λόγος ή χυδαία ενέργεια
2. (παλαιότερα) (κατά τους οπαδούς τής καθαρεύουσας) λέξη ή έκφραση τής δημοτικής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χυδαϊσμός — ο 1. τρόπος ή λόγος χυδαίος. 2. η χρήση χυδαίας γλώσσας στον προφορικό ή γραφτό λόγο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”